-
1 κατά-δικος
κατά-δικος, für schuldig erklärt, verurtheilt, Plut. Flamin. 18 u. a. Sp.; φυγῆς ἐγένετο κατάδικος, = κατεδικάσϑη, D. Sic. 13, 63.
1 κατά-δικος
κατά-δικος, für schuldig erklärt, verurtheilt, Plut. Flamin. 18 u. a. Sp.; φυγῆς ἐγένετο κατάδικος, = κατεδικάσϑη, D. Sic. 13, 63.